Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Ὦ λιγοστοί, ὦ διαλεχτοί! - Κωστής Παλαμάς





Ὦ λιγοστοὶ κι ὦ διαλεχτοὶ κι ἀρίφνητοι αὔριο ἴσως!

Εἶναι μία ἀλήθεια κάτου ἐδῶ ποὺ τὴ χτυπάει τὸ μίσος,


εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ὀμορφιὰ ποὺ ἡ καταφρόνια δένει,


κι εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ἀρετὴ δειλὴ καὶ ντροπιασμένη.


Ὦ νέοι, ὦ πρωτοξύπνητοι στὸ φῶς, χαρὲς τ᾿ Ἀπρίλη,


ἀπὸ τοὺς πράσινους κορμοὺς γίνοντ᾿ οἱ ἄσπροι στύλοι!


Στὴ χώρα ἐσεῖς οἱ λειτουργοὶ κι οἱ λατρευτάδες εἶστε·


δὲ φτάνει· ἐμπρὸς! γιὰ τοὺς Θεούς, ὦ νέοι, πολεμεῖστε.

Τα μυστικά φωνήεντα - Τόλης Νικηφόρου




Αν είναι να χαθούμε για πάντα στο σκοτάδι
τότε γιατί ανοίγει μέρα και νύχτα ο ουρανός
γιατί η ψυχή μας δειλά προφέρει τα μυστικά φωνήεντα
γιατί αλάνθαστα γνωρίζει τηνπατρίδα
αν είναι να χαθούμε για πάντα στο σκοτάδι,
γιατί ο δρόμος με τα χίλια αινίγματα
η μουσική, τα χρώματα, η ποίηση γιατί
αν είναι να χαθούμε για πάντα στο σκοτάδι
τότε γιατί μας δόθηκε το φως


Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Ο Κλόουν - Κώστας Παπαθανασίου


Δεν υπάρχει έλεος στα μάτια
Που προσδοκούν το θέαμα
Θέλουν να σε δουν στα γόνατα
Χωρίς να ξέρουν τη συνέχεια 

Γυρίζουν οι γέλωτες στ' αυτιά μου
Καθώς τρεκλίζω στη σκηνή
Σαν ένα ανήμπορο παιδί
Που δεν γνωρίζει τον κόσμο

Κάτω απ' τα φώτα ζαλισμένος
Μαζεύω την οργή των ψυχών
Ξέρω καλά να κρύβομαι
Στην σκοτεινή αλήθεια 

Τα βράδια γυρίζω στ' άδεια καθίσματα
Ακούω τον θρήνο των άγριων ζώων
Θυμάμαι κι εγώ μια ζωή άλλη
Τότε που ο κόσμος ήταν μεγάλος
Τότε που τα μάτια μου χάνονταν στον ουρανό 

Τώρα ένας πελώριος θόλος
Καλύπτει τα πάντα
Γυρίζω αέναα στον ίδιο κύκλο
Δίχως να φθάνω πουθενά 

Ω ζωή λέω
Δείξε μου τα νύχια σου
Σκίσε τη μάσκα που μου φόρεσαν
Κάνε με να νιώσω την
Υπέρτατη γαλήνη αυτού
Που άφησε τα πάντα
Για ένα τίποτα
Που λέγεται ελευθερία  


Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Τα κλειδιά - Μάρη Λιώκη


Διπλοκλειδωμένοι οι στεναγμοί του σ’ένα συρτάρι
εκεί, παρέα με δυο τριαντάφυλλα
το ένα λευκό και το άλλο άλικο
λευκό σαν εκείνο το όνειρο
και άλικο σαν εκείνο το πάθος.
Και τα κλειδιά καταποντισμένα χωρίς ρεμέτζο
μόνο το Φεγγάρι στην ανατολή της πανσελήνου
τολμά ενίοτε και τα χαϊδεύει απαλά
με τον φόβο πάντα μην κι ο πυθμένας αναταραχθεί
και η άμμος καταπιεί την ύστατη ελπίδα.
Στην αρχή έβρισκε τις συντεταγμένες εύκολα
ήξερε ότι βρίσκονται εκεί ασάλευτα
καθηλωμένα από το βάρος μιας ευθύνης
ποτέ δεν τόλμησε όμως να καταδυθεί
τέτοια εγχειρήματα ανήκουνε στους τολμηρούς.
Κατόπιν συμβιβάστηκε με την αδυναμία
δεύτερη φύση του έγινε, την αποδέχθηκε
στωικός συνένοχος μιας ολικής ανυπαρξίας
που συνυπάρχει με την ψευδαίσθηση του Είναι.
Έμαθε να πορεύεται τοιουτοτρόπως
και να ονειρεύεται μια αρμαθιά κλειδιά
αυτά που κάποτε τους στεναγμούς του θα ελευθερώσουν
που διπλοκλειδωμένοι βρίσκονται σ’ένα συρτάρι
εκεί, παρέα με δυο τριαντάφυλλα.
Το ένα λευκό και το άλλο άλικο
λευκό σαν εκείνο το όνειρο
και άλικο σαν εκείνο το πάθος.




Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Απόσπασμα απο το e-book 7 γράμματα στο www.loveissues.gr-Απόστολος Μωραϊτέλλης

Κοιμάσαι τώρα γλυκιά μου. Δεν μπορώ να  σε έχω στην αγκαλιά μου. Να ακούσω τους ήχους σου. Να χτυπάει η καρδιά σου στα αυτιά μου. Να μυρίζω το ωραιότερο λουλούδι. Τρελός και χωρίς ελπίδα επανένταξης στον κόσμο των λογικών. Φορώ την προσωπίδα του λογικού για λίγο για να επιζήσω σε ένα άσχημο κόσμο. Μπαίνω στον κόσμο σου και μεταμορφώνομαι σε άλλον άνθρωπο. Γίνομαι ένα παιδί που σε αγαπάει. Που ζητάει την απόδειξη της αγάπης σου κάθε στιγμή. Το φιλί σου ανάσα μου. Η  ματιά σου καυτή αχτίδα που ζεσταίνει την καρδιά μου σε ένα παγερό χωρίς αγάπη σήμερα. Γελάω όταν τελειώνω κι αυτό το ιδιότυπο ταχυδρομείο. Αγάπη μου πάντα θα υπάρχει μια λευκή σελίδα που θα μουτζουρώνεται για σένα. Γλυκιά μου αγάπη αυτή η ζωή με φέρνει δίπλα σου για να εκπληρώσω τις επιθυμίες της μεγάλης καρδιάς που κρύβεται κάτω από την λευκή σου επιδερμίδα. Δεν με νοιάζει κανένας όποιος κι αν είναι αυτός. Ακόμη μια λευκή κόλα στις τόσες που έχεις. Ακόμη μια θυσία χρόνου,  σκέψης,  μελανιού για να πω μόνο μια λέξη με επτά γράμματα. Σε αγαπώ...


Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Αγαπώ - Μάρη Λιώκη

Αγαπώ το βλέμμα σου την ώρα του αποχωρισμού
Αγαπώ τις νότες των λόγων σου, των γραμμένων στα κιτάπια της καρδιάς μου
Αγαπώ αυτό το κάτι, το αδιόρατο, που λείπει από τα τετριμμένα
Αγαπώ τη μελαγχολία που συνοδεύει τις νύχτες της προσμονής
Αγαπώ την ευτυχία που πραγματώνεται μέσα από τη δική σου ευτυχία
Αγαπώ τις μυρωδιές και την αύρα που αφήνει πίσω η απουσία σου
Αγαπώ τους ήχους των κυμάτων μιας απραγματοποίητης συνεύρεσης πλάι στη θάλασσα
Αγαπώ τα όνειρα που ντύνουν με υπέροχο ρούχο τους εφιάλτες μου
Αγαπώ μια φθινοπωρινή συνάντηση στα ίχνη ενός χαμένου καλοκαιριού
Αγαπώ την έλλειψη προσδοκίας μιας λατρεμένης πραγματικότητας
Αγαπώ το χάσιμο των ονείρων μας σ’ένα ματωμένο μονοπάτι
Αγαπώ εσένα…



Δυο λέξεις έξι γράμματα - Τόλης Νικηφόρου

το όνειρο είναι όνειρο
αυτό είναι σ’ αγαπώ

από το άλφα ως το ωμέγα του
αυτό είναι σ’ αγαπώ

δυο λέξεις που κανείς
δεν πρόφερε ως τώρα
και μόλις ανακάλυψα εγώ

με την ομίχλη
με το άρωμα του ονείρου
όμως απτές, πραγματικές
όπως η γη
όπως η ανάσα σου

εσύ τρομάζεις κι εγώ τρέμω
μα σ’ αγαπώ
μ’ όλα τα γράμματα
μ’ όλα τα ρήματα
τα επιφωνήματα
με τη σιωπή μου
σ’ αγαπώ




Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Ολική διαγραφή - Γιώργος Αχαρνεύς


Σε μια βαλίτσα στριμωγμένα
Μνήμες κι Όνειρα
και μια Εικόνα,
ανεξίτηλη ανάμνηση.

Σε μια βαλίτσα πεταμένα
θυμητάρια του,
Φιλιά, Χαμόγελα,
Έρωτες-Διαλείμματα...

Σε μια βαλίτσα πεταμένα
όλα τα έχει του
και σε δυό κούτες
στοιβαγμένη μια πορεία.

Σε μια βαλίτσα στριμωγμένα
όλα τα θ έ λ ω.
Σε μια φωτιά
όλη η ζωή του παρανάλωμα.


Το Παραμύθι - Λίτσα Θεοδώρου


Είχα ακούσει το μύθο παιδί και τον πίστεψα τόσο 
που αποφάσισα τότε με μιας τη ζωή μου να δώσω, 
για να βρω δυο πετράδια λαμπρά δυο σμαράγδια κρυμμένα, 
που όποιος τα 'χει μπορεί την αγάπη να ζει μαγεμένα... 

Στης ζωής τον αγώνα μαζί ξεχυθήκαμε τόσοι 
και κατάφερε αυτή τους πολλούς σε μια μάζα να λιώσει, 
όλοι οι φίλοι το πράσινο φως το χαρίσαν στη λήθη, 
μόνη βρέθηκα να περπατώ στο παλιό παραμύθι... 

Μα στους δρόμους της Γής μοναχά βρήκα πέτρες και άμμο, 
σε δυο πόδια πληγές.., τριγυρνώ, στο ταξίδι μου επάνω, 
ένα στόμα σπηλιάς προκαλεί σκοτεινό σαν πηγάδι, 
μπήκα μόνη να ψάξω, να δω μήπως φτάνει στον Άδη... 

Καταπίνοντας μέτρα πολλά ούτε ξέρω πια πόσο 
δίχως φως, δίχως σκέψη καμιά, δίχως φόβο να νιώσω… 
είδα πέρα δυο λάμψεις μικρές, ένα πράσινο θαύμα 
και ξεκίνησα κούρσα τρελή στης καρδιάς μου το άρμα... 

Κι από τότε δυο μάτια γλυκά με κοιτούν ραγισμένα, 
μου γλιστρούν κάθε αυγή στο γουδί της ζωής χτυπημένα, 
κι όταν κλείνω τα χέρια σφιχτά για να γίνουν δικά μου, 
η ζηλιάρα ζωή μου τα κλέβει και φεύγουν μακριά μου... 

Όσα λένε μας παίρνει η ζωή, σε εμάς δε γυρνάνε, 
τα σμαράγδια που ράγισαν πια, ποτέ δεν κολλάνε, 
ξέρω φλόγα καρδιάς μοναχά πως μπορεί να τα λιώσει, 
και του μύθου τη λάμψη ξανά στα πετράδια να δώσει... 

Ζω μονάχα με μια προσμονή, να ξανάρθουν σε μένα 
μεσ' τη μνήμη μου πια δε βαστώ να κοιτούν ραγισμένα, 
περιμένω μια σπίθα από σε, την καρδιά μου ν' ανάψει, 
κι αν φουντώσει η φωτιά της καρδιάς, θα σταθώ κι ας με κάψει... 

Κι όταν πάλι ξυπνώ 
στο καράβι το σάπιο που πλέω, 
να βουλιάξει ζητώ.., 
οι στεριές με ζυγώνουν και κλαίω...


Γράμμα στην αγαπημένη - Θάνος Πάσχος

Αγαπημένη μου
στη σελίδα επιχειρώ να θυσιάσω τις σκέψεις μου
στο βωμό του έρωτα
και όμως δεν είναι δύσκολο για μένα
τώρα που είμαι ερωτευμένος
ένα κομμάτι να προδώσω από μένα
για τη δική σου επικύρωση,
ο ύπνος λίγος και βασανιστικός
έχει και αυτός μεταφερθεί στον τόπο
της σκέψης σου και δεν βρίσκει χρόνο
να ξεκουράσει τα μάτια μου,
με το θαμπό φως και την αδιάφορη όψη
χρονομετρούν την κάθε στιγμή της ανάμνησης
και στη ρόκα της αγάπης
στρίβουν το νήμα της επιθυμίας
για όσα θα έρθουν αλλά δε θα είναι όσα σχεδιάζω,
αγαπημένη μου
στο αχανές σύμπαν παίρνω το διαβήτη
και χαράζω πορεία στην αρμονία,
δεν είναι εκπληκτικό;

Μέσα στο έρεβος η τελειότητα της ισορροπίας
και στο λεπτό σχοινί της ανυπαρξίας
κάνει πιρουέτες η ομορφιά,
σκέψου, είναι δύο σώματα που βάλλονται από το ένστικτο
και ξεγυμνώνονται στη σιωπή
για να κραυγάσει ο έρωτας,
κλείσε τους οφθαλμούς και άκουσε προσεκτικά
ήχους που βγαίνουν από τα κρυφά λιμάνια σου
και αγγίζουν τα ατέρμονα κύματα του αιωνίου,
προσπαθείς να δεις μέσα από το δακτυλίδι της υπόσχεσης
τη βεβαιότητα..

Ποιος όμως μπορεί να σταματήσει την ορμή του χειμάρρου
βάζοντας τα στήθια του
πέρα από το χέρι της αγάπης;
δε θέλω να σε κουράσω με την αλαλία των προθέσεων
θα προτιμήσω καθημερινά να τραβάω μια γραμμή
στο μικρό μου ύψος και εκεί να περιχαρακώνω δυνάμεις
έξεις, επικίνδυνες ελευθερίες,
για να τις μεταμορφώσω σε μέτρο
να μετρηθώ και να μετρήσω
τα βήματά που θα σκαλίσω στο βράχο μου
για την κατάκτηση της σελήνης της δικής μου – της δικής μας
έτσι θα βρεθούν οι αύρες μας πιο κοντά
μέχρι την ένωσή τους
σαν απήχηση ιδιωτικής συναστρίας
στον αΐδιο σκοπό της μουσικής,
της θάλασσας..
Αυτά η ψυχή μου καταλαβαίνει και στα μεταφέρω αυτούσια.



Το γράμμα - Μάρη Λιώκη

.




Το καράβι υπακούοντας στις προσταγές του αυγουστιάτικου μελτεμιού, λικνίζεται ρυθμικά, σχίζοντας τα αιγαιοπελαγίτικα γαλανά νερά και χαράζοντας ένα βαθύ υδάτινο χαντάκι, κάνοντας τα απόνερα να σκορπίζουν σε μια σταθερή πλάγια πορεία.
Η φιγούρα της γέρνει πάνω στην κουπαστή, παρατηρώντας ένα μικρό κοπάδι δελφινιών που με μια καταπληκτική δεξιότητα κινήσεων, συντροφεύει το ανοιχτού τύπου πλεούμενο στο σύντομο ταξίδι του.
.......
Το γνωστό τρέμουλο, έκανε πάλι την εμφάνισή του. Προσπάθησε να κυριαρχήσει στις ακούσιες αυτές κινήσεις. Μάταια. Άπλωσε τα πόδια του στο σκαμπό για να γίνει πιο υποφερτό. Έστριψε ένα τσιγάρο και αφού κράτησε για λίγες στιγμές τη φλόγα μπροστά στο πρόσωπό του, το άναψε μηχανικά. Ρούφηξε την πρώτη ευεργετική τζούρα, αφήνοντας τη νικοτίνη να κάνει τη δουλειά της. Το μούδιασμα που απλώθηκε στο κορμί του έκανε το τρέμουλο να μετριαστεί.
Θεώρησε ανώφελο να φωνάξει πάλι τ’όνομά της. Ήταν προφανές ότι δεν μπορούσε να τον ακούσει. Κάτι πήγε να βγει απ’ το στόμα του, αλλά το έπνιξε πριν καλά καλά προλάβει να σχηματοποιηθεί. Έπρεπε να βρει ένα μέρος όπου θα μπορούσε να την καλέσει με όλη τη δύναμη της ψυχής του και απλά να μην ακουστεί.

........

Το αποτύπωμα των χειλιών της είναι εμφανές πάνω στο ποτήρι του. Θέλοντας να του κλέψει τα μυστικά του, ρουφά λίγες σταγόνες από το γλυκό πολυκαιρισμένο κρασί του. Μάταια . Σε μια στιγμιαία αυτοσυγκέντρωση προσπαθεί να αφουγκραστεί λέξεις και εικόνες. Όλα όμως της φαίνονται γνωστά και χιλιοειπωμένα. Είναι προφανές ότι  γνωρίζει τα πάντα. Ο γοητευτικός άντρας που έπιασε το παρασυρμένο από το αυγουστιάτικο μελτέμι μεταξωτό μαντήλι της και το έσωσε από μια βέβαιη πτώση στα αιγαιοπελαγίτικα  γαλανά νερά, δεν έχει μυστικά. Της τα έχει αποκαλύψει όλα.

 ........
Τώρα που το τρέμουλο τον είχε προσωρινά εγκαταλείψει, άδραξε την ευκαιρία να σηκωθεί και ν’ αρχίσει ένα νευρικό περπάτημα πάνω κάτω στο στενό δωμάτιο. Ήταν κάτι που του άδειαζε το μυαλό από επικίνδυνες και ενοχλητικές σκέψεις.
Ξαφνικά η εικόνα της γέμισε το οπτικό του πεδίο. Τα μάτια του έπαιξαν σπασμωδικά ,σαρώνοντας το χώρο. Έψαξε μια γωνιά που το χαμογελαστό πρόσωπο δεν θα έβρισκε καταφύγιο. Μάταια όμως. Κι ενώ άρχισε ν’ απελπίζεται, διέκρινε δυο δάκρυα να χαράζουν το μέχρι πριν λίγο χαρούμενο πρόσωπο. Χτύπησε με λύσσα τη γροθιά του στον τοίχο και ούρλιαξε από πόνο. Έναν εσωτερικό όμως και ύπουλο πόνο που καμία σχέση δεν είχε με το αίμα που έσταξε στο πάτωμα.
...........
Αυτή τη μοναδική στιγμή που για πρώτη φορά εισχωρεί στον κόσμο της, νιώθει μια πρωτόγνωρη ανατριχίλα. Παντού. Κάτι σαν μυρμήγκιασμα που ξεκινά από τα ακροδάχτυλα και φτάνει μέχρι βαθειά στο μυαλό του. Και όσο πιο βαθειά μπαίνει ,η σκέψη του διαλύεται σε εκατομμύρια μικρά κομματάκια που στροβιλίζονται αέναα στο άπειρο. Και ξαφνικά σαν με μια θεική εικαστική παρέμβαση, σχηματοποιούνται σε σχήματα και εικόνες άγνωστες και ποθητές συνάμα, που πολύ σύντομα μεταμορφώνονται σε αντικείμενα λαχτάρας και ασυγκράτητης επιθυμίας. Λοιπόν, δε μπορούσε να φανταστεί ποτέ , ότι θα ήταν δυνατόν κάποιος να κάνει μια τόσο πετυχημένη και αντιπροσωπευτική περιγραφή μιας ερωτικής πράξης, μιας πράξης εμπλουτισμένης από ρυθμικά σκιρτήματα πόθου, διανθισμένα με ψιθυριστές  φράσεις που το περιεχόμενό τους, διογκώνει ανησυχητικά τα σπλάχνα. Μπορεί να πρόκειται για μια καθαρά προσωπική του εκτίμηση και γι’ αυτό ο ορισμός να θεωρείται τόσο πολύ πετυχημένος.
........
Το τρέμουλο άρχισε να κάνει απειλητικά την εμφάνισή του. Ο πανικός ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του κάνοντας τα χαρακτηριστικά του να τραβηχτούν αφύσικα. Ο εφιάλτης ήταν πάλι παρών. Έπρεπε να τον ξορκίσει. Να τον εξαφανίσει από το μυαλό του. Να του απαγορεύσει να του παίζει παιχνίδια δοκιμάζοντας τις αντοχές του. Του ήρθε μια ακαταμάχητη επιθυμία να χώσει τα δάχτυλά του μέσα στον εγκέφαλό του και να αφαιρέσει με μια χοντροκομμένη χειρουργική επιδεξιότητα ό,τι του ροκάνιζε τη σκέψη. Ό,τι τον έκανε τρελό.
........
Αυτή πιάνει το κρυστάλλινο ποτήρι της σαμπάνιας και το πετά πάνω στον απέναντι τοίχο, αποτυπώνοντας με το εναπομείναν υγρό, ακούσια ζωγραφικά μοτίβα. Εκείνος, προσπαθεί να βάλει τις σκέψεις του σε σειρά. Ο καταμερισμός ευθυνών είναι δύσκολη υπόθεση. Είναι μια απαραίτητη διαδικασία που όμως, αν δε γίνει με το σωστό τρόπο, χάνει ολωσδιόλου τη χρηστικότητά της.
.........
Άρχισε να γελά παράλογα. Το γέλιο του τον τρόμαξε. Όπως τον τρόμαζε και το ενδεχόμενο να την απαρνηθεί. Κάτι σ’ αυτή τη σκέψη τον έκανε ν’ ανατριχιάσει. Πόσο επιδέξια προσπαθούσε να ξεγελάσει τον εαυτό του . Παρουσίαζε ως ενδεχόμενο μια πραγματικότητα. Το τρέμουλο έγινε ανυπόφορο. Τον πρόδιδε το ίδιο του το σώμα. Άρχισε να συγκλονίζεται από σπασμούς.
Αποκαμωμένος έπεσε στον καναπέ. Ένα βουβό κλάμα που πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε ουρλιαχτό απελπισίας έσκισε τη νεκρική σιγή της νύχτας.
Χαρούμενες φωνές και πνιχτά γελάκια άρχισαν να βουίζουν μέσα στ’ αυτιά του σαν επίμονες μύγες. Και μετά μια απορία διατυπωμένη με απλά λόγια, ένα παράπονο, ένας πνιχτός λυγμός και έπειτα σιωπή.
Όχι, όχι δεν το άντεχε. Με θολά από τα δάκρυα μάτια, έψαξε μέσα στο συρτάρι ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Έπρεπε αυτό που δεν είχε τη δύναμη να φωνάξει, να το γράψει σε χαρτί. Θα ήταν μια ομολογία ζωής. Όσα δεν τόλμησε μέχρι τώρα να πει, θα τους έδινε υπόσταση μέσα από τις λέξεις. Πάντοτε έβρισκε διέξοδο στο γράψιμο. Γι αυτόν ήταν το καταφύγιο του. Ο ασφαλής χώρος όπου ξεδίπλωνε πάντα την ψυχή του, χωρίς να φοβάται κανέναν και τίποτα.

Πόσο μικρός ένιωθε μπροστά στο μεγαλείο της. Μπροστά στο χαμόγελό της, στο δάκρυ της, στην ανιδιοτελή αγάπη της, στην προσφορά της. Πόσο πολύ ήθελε να τη φτάσει. Να πετάξει μαζί της στο άπειρο σε μια αέναη διαδρομή. Πόσο ήθελε να τον πιστέψει, να στραγγίξει μ’ ένα αιώνιο φιλί τα δάκρυά της , να της χαρίσει μια ευτυχία που όμοιά της δε γνώρισε άνθρωπος. Κι έπειτα να χαθεί για πάντα, έχοντας εκπληρώσει το λόγο ύπαρξής του.
Το χέρι του τρέμοντας γέμιζε το χαρτί. Τα γράμματά του χόρευαν πάνω στις γραμμές. Ένας χείμαρρος ψυχής ξεχύθηκε στο γραπτό. Αυτά που δεν τόλμησε να πει ή να δείξει ποτέ. Της το χρωστούσε. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει γι αυτήν. Να μάθουν όλοι πόσο την είχε λατρέψει.
Την ώρα που το κορμί του διέσχιζε με τη δύναμη της βαρύτητας τον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα, μια αύρα σχεδόν εξωπραγματική σήκωνε το μικρό χαρτάκι απ’ το τραπέζι και το έστελνε σε μια αέναη διαδρομή στο άπειρο.
.........
Τα φώτα από το ασθενοφόρο καθρεφτίζονταν πάνω στην βρεγμένη άσφαλτο. Ένα άσπρο σεντόνι σκέπασε το άψυχο κορμί της γυναίκας. Η αστυνομία προσπαθούσε με κόπο να απομακρύνει το περίεργο πλήθος. Πιο πέρα κάποιοι πυροσβέστες έριχναν για προληπτικούς λόγους, νερό με τις μάνικες   στο διαλυμένο από την ισχυρότατη πρόσκρουση αυτοκίνητο.
Ο κόσμος άρχισε να διαλύεται. Η σειρήνα του ασθενοφόρου έσχισε ανατριχιαστικά τον αέρα. Τα αστυνομικά οχήματα πήραν με τη σειρά τους το δρόμο της επιστροφής.
Κι εκεί που το τοπίο έπαιρνε την προηγούμενη μορφή του, μια εξωπραγματική αύρα έκανε τα φύλλα των δένδρων να θροίσουν στιγμιαία.

Ένα γέλιο ακούστηκε, χαρούμενες συζητήσεις, ένα παράπονο, ένας πνιχτός λυγμός και μετά ένας χείμαρρος κακογραμμένων λέξεων. Μια παραδοχή, μια εξομολόγηση, μια κατάθεση ψυχής.

Ένα μικρό χαρτάκι ταλαιπωρημένο από το μακρύ του ταξίδι, ήρθε και ακούμπησε απαλά πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο πλάι στο κατεστραμμένο από την ισχυρότατη πρόσκρουση αμάξι, ενώ οι σταγόνες της βροχής έσβηναν έναν χείμαρρο από κακογραμμένες λέξεις. 
 .........


                                        



Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

A M A R C O R D - Γιώργος Αχαρνεύς


Ψυχής αντηλιές
-και τι να φωτίσεις...-
ζητάς απαντήσεις
σ' αγάπες παλιές...


Εικόνες θολές...
Γλυκειές αναμνήσεις.
-Μή με λησμονήσεις
-δε θά 'ρθεις μου λες-...


Σκόρπιες πινελιές.
Τι να ζωγραφίσεις,
ποιό χάδι ν' αφήσεις
σε Κρύες Φωλιές...


Μπρος-πίσω σπηλιές,
πώς να προχωρήσεις
και πού να γυρίσεις...
Αγάπες-Θηλειές...


Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Εκκωφαντική σιωπή - Μάρη Λιώκη

.

Ανελέητες οι μαχαιριές στα πλευρά του
Η ανάσα, κόβεται απροειδοποίητα
κάνοντας την ύπαρξη επισφαλή

Το ψυχρό ακουστικό του τηλεφώνου
συνηγορεί στην εκκωφαντική σιωπή
που συντετριμμένο το σύμπαν εξετάζει

Μέσα από τις σκιές της απουσίας
ατίθασες πινελιές, υγρές αιμάτινες χαρακιές
αυλακώνουν το μεσήλικο πρόσωπο

Τι κι αν αυτό το δειλινό μοιάζει με τόσα άλλα
Είναι επιβεβλημένη η διαφοροποίηση
Εικόνες και χρώματα, μεταλλάσσουν τη διάθεση

Κι είναι τόσο σημαντικό να αφουγκραστεί τη σιωπή
Να διαχωρίσει την ομορφιά της, από την ασχήμια των πεπραγμένων
Και να ανασυνταχθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά

Ρουφώντας επίπλαστες ανάσες από τα υπό σήψη τριαντάφυλλα
Ξεγελάει τις αισθήσεις του, βιώνοντας θολές εικόνες
Κουράγια ψεύτικα, στολίδια μιας ψευδούς πραγματικότητας

Υπάρχει ελπίδα για τον δυστυχή άνδρα;
Κοροϊδευτικές, επικριτικές κουβέντες
φλυαρούν, σπάζοντας την εκκωφαντική σιωπή

Ίσως τελικά, το δειλινό αυτό , να μην μοιάζει με τόσα άλλα


Απουσία - Αναστασία Καλλία

,

Ασφυκτικά περίδενε το χώρο

η απουσία

μιας αγάπης

παλιάς και μόνης.

Με ρίζες μόνο,

χωρίς δέντρο,

χωρίς υπόσταση,

χωρίς φωνή.

Μόνο η απουσία της

στιγμάτιζε την ύπαρξή της

κι ένας ορίζοντας

που μας καλούσε

να γνωριστούμε

πιο καλά.