«Ποίηση είναι όταν δύο λέξεις συναντιούνται για πρώτη φορά»
Όταν ξεκίνησα το στήσιμο αυτού του ιστολογίου,ήθελα αυτό ν'αποτελέσει άλλη μια φιλόξενη Ποιητική γωνιά.Στην πορεία η παρόρμηση να συμπεριλάβω σ'αυτό και Πεζά ήταν τεράστια.Και μονομιάς άρχισα να ψάχνω δικαιολογίες για να στηρίξω την επιλογή μου.Στον δρόμο βρήκα έναν ορισμό του Γ.Σεφέρη.«Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα.» Αυτό ήταν.Τα έλεγε όλα μέσα σε λίγες λέξεις...
Το καράβι υπακούοντας στις προσταγές του αυγουστιάτικου μελτεμιού, λικνίζεται ρυθμικά, σχίζοντας τα αιγαιοπελαγίτικα γαλανά νερά και χαράζοντας ένα βαθύ υδάτινο χαντάκι, κάνοντας τα απόνερα να σκορπίζουν σε μια σταθερή πλάγια πορεία.
Η φιγούρα της γέρνει πάνω στην κουπαστή, παρατηρώντας ένα μικρό κοπάδι δελφινιών που με μια καταπληκτική δεξιότητα κινήσεων, συντροφεύει το ανοιχτού τύπου πλεούμενο στο σύντομο ταξίδι του.
.......
Το γνωστό τρέμουλο, έκανε πάλι την εμφάνισή του. Προσπάθησε να κυριαρχήσει στις ακούσιες αυτές κινήσεις. Μάταια. Άπλωσε τα πόδια του στο σκαμπό για να γίνει πιο υποφερτό. Έστριψε ένα τσιγάρο και αφού κράτησε για λίγες στιγμές τη φλόγα μπροστά στο πρόσωπό του, το άναψε μηχανικά. Ρούφηξε την πρώτη ευεργετική τζούρα, αφήνοντας τη νικοτίνη να κάνει τη δουλειά της. Το μούδιασμα που απλώθηκε στο κορμί του έκανε το τρέμουλο να μετριαστεί.
Θεώρησε ανώφελο να φωνάξει πάλι τ’όνομά της. Ήταν προφανές ότι δεν μπορούσε να τον ακούσει. Κάτι πήγε να βγει απ’ το στόμα του, αλλά το έπνιξε πριν καλά καλά προλάβει να σχηματοποιηθεί. Έπρεπε να βρει ένα μέρος όπου θα μπορούσε να την καλέσει με όλη τη δύναμη της ψυχής του και απλά να μην ακουστεί.
........
Το αποτύπωμα των χειλιών της είναι εμφανές πάνω στο ποτήρι του. Θέλοντας να του κλέψει τα μυστικά του, ρουφά λίγες σταγόνες από το γλυκό πολυκαιρισμένο κρασί του. Μάταια . Σε μια στιγμιαία αυτοσυγκέντρωση προσπαθεί να αφουγκραστεί λέξεις και εικόνες. Όλα όμως της φαίνονται γνωστά και χιλιοειπωμένα. Είναι προφανές ότι γνωρίζει τα πάντα. Ο γοητευτικός άντρας που έπιασε το παρασυρμένο από το αυγουστιάτικο μελτέμι μεταξωτό μαντήλι της και το έσωσε από μια βέβαιη πτώση στα αιγαιοπελαγίτικα γαλανά νερά, δεν έχει μυστικά. Της τα έχει αποκαλύψει όλα.
........
Τώρα που το τρέμουλο τον είχε προσωρινά εγκαταλείψει, άδραξε την ευκαιρία να σηκωθεί και ν’ αρχίσει ένα νευρικό περπάτημα πάνω κάτω στο στενό δωμάτιο. Ήταν κάτι που του άδειαζε το μυαλό από επικίνδυνες και ενοχλητικές σκέψεις.
Ξαφνικά η εικόνα της γέμισε το οπτικό του πεδίο. Τα μάτια του έπαιξαν σπασμωδικά ,σαρώνοντας το χώρο. Έψαξε μια γωνιά που το χαμογελαστό πρόσωπο δεν θα έβρισκε καταφύγιο. Μάταια όμως. Κι ενώ άρχισε ν’ απελπίζεται, διέκρινε δυο δάκρυα να χαράζουν το μέχρι πριν λίγο χαρούμενο πρόσωπο. Χτύπησε με λύσσα τη γροθιά του στον τοίχο και ούρλιαξε από πόνο. Έναν εσωτερικό όμως και ύπουλο πόνο που καμία σχέση δεν είχε με το αίμα που έσταξε στο πάτωμα.
...........
Αυτή τη μοναδική στιγμή που για πρώτη φορά εισχωρεί στον κόσμο της, νιώθει μια πρωτόγνωρη ανατριχίλα. Παντού. Κάτι σαν μυρμήγκιασμα που ξεκινά από τα ακροδάχτυλα και φτάνει μέχρι βαθειά στο μυαλό του. Και όσο πιο βαθειά μπαίνει ,η σκέψη του διαλύεται σε εκατομμύρια μικρά κομματάκια που στροβιλίζονται αέναα στο άπειρο. Και ξαφνικά σαν με μια θεική εικαστική παρέμβαση, σχηματοποιούνται σε σχήματα και εικόνες άγνωστες και ποθητές συνάμα, που πολύ σύντομα μεταμορφώνονται σε αντικείμενα λαχτάρας και ασυγκράτητης επιθυμίας. Λοιπόν, δε μπορούσε να φανταστεί ποτέ , ότι θα ήταν δυνατόν κάποιος να κάνει μια τόσο πετυχημένη και αντιπροσωπευτική περιγραφή μιας ερωτικής πράξης, μιας πράξης εμπλουτισμένης από ρυθμικά σκιρτήματα πόθου, διανθισμένα με ψιθυριστές φράσεις που το περιεχόμενό τους, διογκώνει ανησυχητικά τα σπλάχνα. Μπορεί να πρόκειται για μια καθαρά προσωπική του εκτίμηση και γι’ αυτό ο ορισμός να θεωρείται τόσο πολύ πετυχημένος.
........
Το τρέμουλο άρχισε να κάνει απειλητικά την εμφάνισή του. Ο πανικός ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του κάνοντας τα χαρακτηριστικά του να τραβηχτούν αφύσικα. Ο εφιάλτης ήταν πάλι παρών. Έπρεπε να τον ξορκίσει. Να τον εξαφανίσει από το μυαλό του. Να του απαγορεύσει να του παίζει παιχνίδια δοκιμάζοντας τις αντοχές του. Του ήρθε μια ακαταμάχητη επιθυμία να χώσει τα δάχτυλά του μέσα στον εγκέφαλό του και να αφαιρέσει με μια χοντροκομμένη χειρουργική επιδεξιότητα ό,τι του ροκάνιζε τη σκέψη. Ό,τι τον έκανε τρελό.
........
Αυτή πιάνει το κρυστάλλινο ποτήρι της σαμπάνιας και το πετά πάνω στον απέναντι τοίχο, αποτυπώνοντας με το εναπομείναν υγρό, ακούσια ζωγραφικά μοτίβα. Εκείνος, προσπαθεί να βάλει τις σκέψεις του σε σειρά. Ο καταμερισμός ευθυνών είναι δύσκολη υπόθεση. Είναι μια απαραίτητη διαδικασία που όμως, αν δε γίνει με το σωστό τρόπο, χάνει ολωσδιόλου τη χρηστικότητά της.
.........
Άρχισε να γελά παράλογα. Το γέλιο του τον τρόμαξε. Όπως τον τρόμαζε και το ενδεχόμενο να την απαρνηθεί. Κάτι σ’ αυτή τη σκέψη τον έκανε ν’ ανατριχιάσει. Πόσο επιδέξια προσπαθούσε να ξεγελάσει τον εαυτό του . Παρουσίαζε ως ενδεχόμενο μια πραγματικότητα. Το τρέμουλο έγινε ανυπόφορο. Τον πρόδιδε το ίδιο του το σώμα. Άρχισε να συγκλονίζεται από σπασμούς.
Αποκαμωμένος έπεσε στον καναπέ. Ένα βουβό κλάμα που πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε ουρλιαχτό απελπισίας έσκισε τη νεκρική σιγή της νύχτας.
Χαρούμενες φωνές και πνιχτά γελάκια άρχισαν να βουίζουν μέσα στ’ αυτιά του σαν επίμονες μύγες. Και μετά μια απορία διατυπωμένη με απλά λόγια, ένα παράπονο, ένας πνιχτός λυγμός και έπειτα σιωπή.
Όχι, όχι δεν το άντεχε. Με θολά από τα δάκρυα μάτια, έψαξε μέσα στο συρτάρι ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Έπρεπε αυτό που δεν είχε τη δύναμη να φωνάξει, να το γράψει σε χαρτί. Θα ήταν μια ομολογία ζωής. Όσα δεν τόλμησε μέχρι τώρα να πει, θα τους έδινε υπόσταση μέσα από τις λέξεις. Πάντοτε έβρισκε διέξοδο στο γράψιμο. Γι αυτόν ήταν το καταφύγιο του. Ο ασφαλής χώρος όπου ξεδίπλωνε πάντα την ψυχή του, χωρίς να φοβάται κανέναν και τίποτα.
Πόσο μικρός ένιωθε μπροστά στο μεγαλείο της. Μπροστά στο χαμόγελό της, στο δάκρυ της, στην ανιδιοτελή αγάπη της, στην προσφορά της. Πόσο πολύ ήθελε να τη φτάσει. Να πετάξει μαζί της στο άπειρο σε μια αέναη διαδρομή. Πόσο ήθελε να τον πιστέψει, να στραγγίξει μ’ ένα αιώνιο φιλί τα δάκρυά της , να της χαρίσει μια ευτυχία που όμοιά της δε γνώρισε άνθρωπος. Κι έπειτα να χαθεί για πάντα, έχοντας εκπληρώσει το λόγο ύπαρξής του.
Το χέρι του τρέμοντας γέμιζε το χαρτί. Τα γράμματά του χόρευαν πάνω στις γραμμές. Ένας χείμαρρος ψυχής ξεχύθηκε στο γραπτό. Αυτά που δεν τόλμησε να πει ή να δείξει ποτέ. Της το χρωστούσε. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει γι αυτήν. Να μάθουν όλοι πόσο την είχε λατρέψει.
Την ώρα που το κορμί του διέσχιζε με τη δύναμη της βαρύτητας τον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα, μια αύρα σχεδόν εξωπραγματική σήκωνε το μικρό χαρτάκι απ’ το τραπέζι και το έστελνε σε μια αέναη διαδρομή στο άπειρο.
.........
Τα φώτα από το ασθενοφόρο καθρεφτίζονταν πάνω στην βρεγμένη άσφαλτο. Ένα άσπρο σεντόνι σκέπασε το άψυχο κορμί της γυναίκας. Η αστυνομία προσπαθούσε με κόπο να απομακρύνει το περίεργο πλήθος. Πιο πέρα κάποιοι πυροσβέστες έριχναν για προληπτικούς λόγους, νερό με τις μάνικες στο διαλυμένο από την ισχυρότατη πρόσκρουση αυτοκίνητο.
Ο κόσμος άρχισε να διαλύεται. Η σειρήνα του ασθενοφόρου έσχισε ανατριχιαστικά τον αέρα. Τα αστυνομικά οχήματα πήραν με τη σειρά τους το δρόμο της επιστροφής.
Κι εκεί που το τοπίο έπαιρνε την προηγούμενη μορφή του, μια εξωπραγματική αύρα έκανε τα φύλλα των δένδρων να θροίσουν στιγμιαία.
Ένα γέλιο ακούστηκε, χαρούμενες συζητήσεις, ένα παράπονο, ένας πνιχτός λυγμός και μετά ένας χείμαρρος κακογραμμένων λέξεων. Μια παραδοχή, μια εξομολόγηση, μια κατάθεση ψυχής.
Ένα μικρό χαρτάκι ταλαιπωρημένο από το μακρύ του ταξίδι, ήρθε και ακούμπησε απαλά πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο πλάι στο κατεστραμμένο από την ισχυρότατη πρόσκρουση αμάξι, ενώ οι σταγόνες της βροχής έσβηναν έναν χείμαρρο από κακογραμμένες λέξεις.
Είναι κάτι νύχτες, που τα αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν.
Ακόμα κι οι πέτρες.
Και τα ξερά κλαδιά.
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
Κι έρχεται ακάλεστη.
Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα,να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις.
Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη, ούτ' ένα λουλουδάκι.
Ούτ' ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει.
Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της.
"Αυτάααα! Πού είχαμε μείνει;"
Σου λέει μ' όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα.
Είν' αυτές οι νύχτες, που τ' άστρα κατεβαίνουν χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι.
Που όλα σιγοτραγουδούν.
Είν' αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά,
το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς.
Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα.