Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Μια μικρή απλή ιστορία-Μάρη Λιώκη


Ένα ξημέρωμα ,τότε που η μέρα κυριαρχούσε πάνω στη νύχτα, μέσα απο την ύστατη ωδύνη, γεννήθηκε ένα κοριτσάκι. Και καθώς αναδυόταν από το απόλυτο σκοτάδι στο φως
εκφέροντας το πρώτο εκρηκτικό κλάμα προς τη ζωή, ήδη γνώριζε το σκοπό της επιστροφής του.
Κάποια συμπαντική Μελωδία του το είχε ψιθυρίσει. Ένιωσε μεγάλη την ευθύνη στις μικρές πλατούλες του. Ήξερε πως ο δρόμος δεν θα ήταν εύκολος. Τέτοιοι δρόμοι είναι συνήθως στολισμένοι με μικρά μαργαριταρένια δάκρυα. Κι ενώ αυτό ριγούσε απο τη μοναδική εκείνη ψυχρή καλοκαιρινή ριπή του ξημερώματος, μια ζέστη τύλιξε τη μικρή ασήμαντη ακόμη γροθιά του.Ένα μικρό σποράκι, μοναδική του αποσκευή σ'αυτό το τόσο ιδαίτερο ταξίδι, γαργαλούσε τη ζαρωμένη του παλάμη, αγκομαχώντας να δει κι αυτό το φως. Και πριν προλάβει η λήθη να τα σαρώσει όλα όπως τόσο επιδέξια πράττει κάθε φορά που συντελείται το αντάμωμα του αιώνιου με το εφήμερο ,
τοποθέτησε με τάξη εκείνες τις τελευταίες λέξεις, σαν καλογραμμένες νότες πάνω στο πεντάγραμμο της καρδιάς του.
“Να το φυλάς,να το φροντίζεις,μόνο εσύ μπορείς να το μετατρέψεις σε κάτι μεγαλειώδες και σημαντικό”
“Και πώς θα καταλάβω ότι τα κατάφερα;”, αναρωτήθηκε με ανασφάλεια το κοριτσάκι
“Θα το νιώσεις μικρό ανόητο κορίτσι” του απάντησε η Μελωδία “Θα'ναι μια μέρα Άνοιξης σαν τη σημερινή. Όμως μη βιαστείς να πεις ότι τα κατάφερες. Η πορεία δεν θα είναι εύκολη. Τα μεγάλα δεν κερδίζονται χωρίς πόνο. Και αν αντέξεις να φτάσεις έως το τέλος, τότε θα διαπιστώσεις την ομορφιά του δημιουργηματός σου. Θα είναι τότε και η στιγμή που θα μπορείς πλέον να επιστρέψεις.”
Κι εκεί ξεκίνησε η πορεία προς τον Σκοπό, τον μοναδικό και τον τόσο σημαντικό.
Διάλεξε μια χρωματιστή, μικρή γλαστρούλα για να κρύψει το σποράκι του
Την φύλαξε προσεκτικά μέσα σ'ένα όμορφα ταχτοποιημένο συρτάρι που τα κλειδιά του είχε μόνο εκείνο, προκειμένου να το προφυλάξει από τις κακουχίες, τον άνεμο, τη βροχή, το κρύο
Καρδιά του είχαν πει πως λέγεται αυτό το συρτάρι.
Δεν αμελούσε να το ποτίζει ανελλιπώς με δάκρυα και στεναγμούς, λαχταρώντας να το δει να μεγαλώνει.
Βιαζόταν να το δει να μετατρέπεται σ αυτό το μεγαλειώδες, το σημαντικό.
Αξέχαστη η μέρα που το είδε να πρωτοβλασταίνει.Νόμιζε ότι αυτό ήταν που έμελλε να συμβεί και χοροπηδούσε ανόητα δεξιά και αριστερά.
Και κάθε πρωινό, άνοιγε διστακτικά το συρτάρι για να δει αν το ποθούμενο είχε συντελεστεί
Με πόνο διαπίστωνε όμως πως όσα δάκρυα και στεναγμούς κι αν το πότιζε, αυτό παρέμενε ένα μικρό ασήμαντο, άσχημο και συρρικνωμένο λουλουδάκι
Και όσο τα χρόνια περνούσαν και το λουλουδάκι δε μεγάλωνε, δε μεταμορφωνόταν, το κοριτσάκι έχανε το κουράγιο του. Δε γνώριζε το άμοιρο πως μέσα στο σκοτάδι της καρδιάς του , αυτό θα παρέμενε πάντα ένα μικρό και ασήμαντο λουλουδάκι
Ωσπου μια φεγγαρόλουστη νύχτα, από αυτές που τ' αστέρια κρύβονται στις σπηλιές των ονείρων τους, μια φωνή τρύπωσε στα δικά του όνειρα.
“Όσο το έχεις κλειδωμένο στο συρτάρι, μικρό ανόητο κορίτσι, το φως δεν θα μπορεί να δει. Μη του το στερείς. Δεν θα το χάσεις, μη σκιάζεσαι. Έχε μου εμπιστοσύνη. Άσε με να σου δείξω τα σωστά βήματα. Μη με φοβάσαι. Είμαι κι εγώ σαν και σένα χαμένος στην ατραπό της Επιστροφής. Ένα μικρό φοβισμένο κοριτσάκι μου είπαν να αναζητήσω στα μονοπάτια της Ζωής, που θα φυλά μέσα στην καρδιά του μια μικρή γλαστρούλα, μ'ένα μικρό ασήμαντο, συρρικνωμένο και πονεμένο λουλουδάκι που μάταια θα προσπαθεί ν'αναστηθεί. Και να το συντροφεύω, δείχνοντάς του τον Δρόμο και χαρίζοντάς του τα πιο πολύτιμα μαργαριταρένια δάκρυα που υπάρχουν στον κόσμο για να το ποτίζει.”
Και ήταν τότε που μέσα στα όνειρά του ένιωσε να κυλούν τα πιο καυτά, τα πιο ανελέητα, τα πιο πολύτιμα δάκρυα που ξέρασε ποτέ η ψυχή του και να τρυπώνουν στο συρτάρι ποτίζοντας το καταδικασμένο λουλουδάκι.
Και ήταν αυτές οι φεγγαρόλουστες νύχτες που διάλεξε για να συναντιέται με τον μικρό της συνοδοιπόρο-οδηγό, για να της χαρίζει τα πολύτιμα μαργαριτάρια του κι εκείνη να τα ταίζει στο μικρό της λουλουδάκι που δειλά δειλά είχε αρχίσει να μεγαλώνει. Εκείνη όμως βιαζόταν να το δει να γίνεται μεγαλειώδες και σημαντικό όπως η Μελωδία της είχε πει. Κι έτρεχε αλόγιστα σκοντάφτοντας πάνω στα βράχια των ονείρων της, μετατρέποντας τα σε εφιάλτες. Και ο μικρός της οδηγός χαμογελούσε κουνώντας με συμπάθεια το κεφάλι επιβεβαιώνοντας του λόγου το αληθές. Τελικά αυτό το κορίτσι ήταν πολύ ανόητο. Καλά του είχαν πει. Μα πώς ήταν δυνατόν να έχει τόσο πολύ λησμονήσει πως κανένα λουλουδάκι δεν παραμένει μικρό και ασήμαντο αν το ποτίζεις με τόσο πολύτιμα μαργαριταρένια δάκρυα;
Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια, μέχρι εκείνη τη νύχτα όπου το φεγγάρι είχε κρυφτεί μαντεύοντας τα μελλούμενα. Εκείνη την τόσο διαφορετική νύχτα, που όταν παραδόθηκε πια στην αγκαλιά των ονείρων της, ράγισε η γλαστρούλα και μαζί και η καρδιά της. Κατι μεγάλο συντελούνταν εκείνη την αφέγγαρη νύχτα. “Θα το νιώσεις ανόητο κορίτσι” της είχε πει η Μελωδία. Ήταν τότε που χρώματα έσκισαν το απόλυτο σκοτάδι και την αγκάλιασαν στοργικά.Ρίζες, μίσχοι, φύλλα και πέταλα διέτρεξαν το κορμί της , έγιναν ένα μ'αυτήν, την κατέκτησαν , την κατέκλυσαν, την κατέλυσαν. “Μόνο εσύ μπορείς να το μετατρέψεις σε κάτι μεγαλειώδες και σημαντικό” της είχε πει η Μελωδία. Κάτι ήξερε το φεγγάρι και κρύφτηκε. Ποιος θα μπορούσε να αντέξει άλλωστε τόσο Φως; Ούτε καν αυτό.
Προσπάθησε να κλάψει από ανακούφιση, αλλά τα μαργαριταράκια είχαν σωθεί πλέον. Μα πού ήταν αυτό το αγόρι απόψε; Γιατί την είχε ξεχάσει; Πού σεργιάνιζε αυτή την τόσο σημαντική νύχτα;
“Πόσο ανόητο μπορεί να είναι τελικά ένα κορίτσι;” ακούστηκε γελώντας το αγόρι. “Όταν σου είπα ότι θα σε συντροφεύω, γιατί δεν με πίστεψες;”
Ξημέρωνε, τα όνειρα τελείωναν δίνοντας τη θέση τους στη Ζωή. Το ταξίδι μόλις άρχιζε. Και ήταν Άνοιξη...

χαρισμένο στον Σύντροφο της Ζωής μου...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου